νέηλυς — newcomer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεηλύδων — νέηλυς newcomer masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυδα — νέηλυς newcomer masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυδας — νέηλυς newcomer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυδες — νέηλυς newcomer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυδι — νέηλυς newcomer masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυδος — νέηλυς newcomer masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυσι — νέηλυς newcomer masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήλυσιν — νέηλυς newcomer masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek